- ανεξαργύρωτος
- -η, -οαυτός που δεν εξαργυρώθηκε, δεν ανταλλάχτηκε με χρήματα: Είχε ακόμη ανεξαργύρωτη την επιταγή που του έδωσαν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεξαργύρωτος — η, ο (για γραμμάτια, επιταγές κ.λπ.) αυτός που δεν έχει εξαργυρωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξαργυρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek